αμφίοξος

αμφίοξος
Θαλάσσιο ζώο του φύλου των χορδωτών που ζει σε μικρό βάθος, στους αμμώδεις ή βραχώδεις πυθμένες κοντά στις ακτές της Μεσογείου και στις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού. Ο α. μοιάζει με μικρό αδράχτι μήκους 5 εκ. και το κεφάλι του δεν ξεχωρίζει από το υπόλοιπο σώμα του, το οποίο είναι εφοδιασμένο στο πίσω τμήμα του με μια μεμβράνη ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στο σημείο της ουράς. Ανήκει στην υποσυνομοταξία των κεφαλοχορδωτών, η οποία μαζί με τις υποσυνομοταξίες των χιτονόζωων και των σπονδυλωτών αποτελούν το φύλο των χορδωτών. Η διαμόρφωση του οργανισμού στον α. προαναγγέλλει την εμφάνιση των σπονδυλωτώνκαι σε αυτό ακριβώς έγκειται η μεγάλη σημασία του. Ο α. δεν έχει σκελετό· τη σπονδυλική στήλη αντικαθιστά ένα κυλινδρικό στέλεχος κυττάρων που αποκαλείται νωτιαία χορδή, η οποία φτάνει από τη μία άκρη του σώματος έως την άλλη και βρίσκεται μεταξύ του νωτιαίου νευρικού άξονα και του κοιλιακού πεπτικού σωλήνα. Το κεντρικό νευρικό σύστημα αρχίζει από το κεφάλι με μια κύστη σε σχήμα φύσιγγας, είδος υποτυπώδους εγκεφάλου. Στον α. τα φύλλα είναι χωρισμένα, επειδή όμως δεν έχει δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου, τα αρσενικά δεν ξεχωρίζουν από τα θηλυκά μόνο από την εξωτερική τους εμφάνιση. Ο αμφίοξος είναι ζώο της υποσυνομοταξίας των κεφαλοχορδωτών. Αποτελεί συνδετικό κρίκο μεταξύ ασπόνδυλων και σπονδυλωτών, γι’ αυτό και κατέχει σημαντική θέση στη ζωολογία (φωτ. Six).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεφαλοχορδωτά — Υποφύλο του φύλου των χορδωτών· είναι γνωστά και με την ονομασία λεπτοκάρδιοι. Στα κ. ανήκουν οργανισμοί που μοιάζουν με μικρά ψάρια, οι οποίοι όμως δεν έχουν σκελετό, αλλά χαρακτηρίζονται από την παρουσία μιας ραχιαίας χορδής –τη νωτοχορδή–, που …   Dictionary of Greek

  • αμφιοξύς — ή αμφίοξος, ο Ζωολ. με την ονομασία αυτή είναι γνωστοί οι αντιπρόσωποι τής υποσυνομοταξίας Κεφαλοχορδωτά ή Ακράνια* (30 είδη περίπου), που ζουν στις τροπικές, υποτροπικές και εύκρατες θάλασσες. Τα Κεφαλοχορδωτά μαζί με την υποσυνομοταξία τών… …   Dictionary of Greek

  • νεφρίδιο — το βιολ. ανατομική και λειτουργική μονάδα τού απεκκριτικού συστήματος πολλών πρωτόγονων ασπονδύλων και τού κεφαλοχορδωτού αμφίοξος ή αμφιοξύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephridium (< νεφρός)] …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • ομματίδιο ή οφθαλμίδιο — (Βιολ.). Πρωτόγονη μορφή του φωτοδεκτικού οργάνου, που αποτελείται από ένα ή περισσότερα κύτταρα. Υποτυπώδεις μονοκύτταροι οφθαλμοί απαντώνται σε μερικούς έλμινθες (πλατυέλμινθες, δακτυλιοσκώληκες), μαλάκια και χορδωτά (αμφίοξος)· τα πολυκύτταρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”